- εκκριτικός
- -ή, -όεπίρρ. -ά που εκκρίνει ή που συντελεί στην έκκριση: Εκκριτικά όργανα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἐκκριτικός — secretive masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκκριτικός — ή, ό (AM ἐκκριτικός, ή, όν) αυτός που συντελεί στην έκκριση νεοελλ. αυτός που εκκρίνει («εκκριτικά όργανα») αρχ. αυτός που έχει την τάση να παρασύρει … Dictionary of Greek
ἐκκριτικά — ἐκκριτικός secretive neut nom/voc/acc pl ἐκκριτικά̱ , ἐκκριτικός secretive fem nom/voc/acc dual ἐκκριτικά̱ , ἐκκριτικός secretive fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκκριτικῶν — ἐκκριτικός secretive fem gen pl ἐκκριτικός secretive masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκκριτικόν — ἐκκριτικός secretive masc acc sg ἐκκριτικός secretive neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκκριτικαῖς — ἐκκριτικός secretive fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκκριτικαί — ἐκκριτικός secretive fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκκριτικούς — ἐκκριτικός secretive masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκκριτικῆς — ἐκκριτικός secretive fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκκριτικῇ — ἐκκριτικός secretive fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)